- αρρενοπρεπής
- ης, ες мужественный, смелый; молодецкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρρενοπρεπής — ἀρρενοπρεπής, ές (Α) ο ανδροπρεπής, αυτός που ταιριάζει σε άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + πρεπής < πρέπω (πρβλ. ανδροπρεπής, θηλυπρεπής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀρρενοπρεπῆ — ἀρρενοπρεπής befitting men neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρρενοπρεπής befitting men masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρρενοπρεπής befitting men masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοπρεπεῖς — ἀρρενοπρεπής befitting men masc/fem acc pl ἀρρενοπρεπής befitting men masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek